- ἐπίκλυσιν
- ἐπίκλυσιςoverflowfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίκλυση — η (AM ἐπίκλυσις) [επικλύζω] πλημμύρα, υπερεκχείλιση («ἐπίκλυσιν ποταμοῡ», Θεόφρ.) νεοελλ. γεωλ. η αργή μετακίνηση τής θαλάσσιας ακτογραμμής προς τη χέρσο … Dictionary of Greek